χυτρίδιο

χυτρίδιο
το / χυτρίδιον, ΝΜΑ, και χυθρίδιον και ιων. τ. κυθρίδιον Α
νεοελλ.
βοτ. γένος υδρόβιων χυτριδιομυκήτων
μσν.-αρχ.
μικρή χύτρα, τσουκαλάκι
αρχ.
1. ποτήρι
2. (κατά τον Ησύχ.) «χυτρίδιον
μέτρον τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σωλην-ίδιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χυθρίδιον — τὸ, Α βλ. χυτρίδιο …   Dictionary of Greek

  • χυτριδιομύκητες — οι, Ν (μυκητ.) κλάση μυκήτων τής υποδιαίρεσης μαστιγομύκητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chytridiomycetes < χυτρίδιο + μύκητες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”